- σημαιοστόλιστος
- -η, -οστολισμένος με σημαίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σημαιοστόλιστος — η, ο, Ν σημαιοστολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία + στόλιστος (< στολίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Πωπ] … Dictionary of Greek